- ξυλοφόρος
- ξυλοφόροςcarrying woodmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυλοφόρος — ξυλοφόρος, ον (Α) 1. αυτός που μεταφέρει ξύλα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ξυλοφόρος α) αυτός που είχε ως επάγγελμα τη μεταφορά ξύλων β) αυτός που προσέφερε ξύλα για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + φόρος*] … Dictionary of Greek
ξυλοφόρον — ξυλοφόρος carrying wood masc/fem acc sg ξυλοφόρος carrying wood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοφόροι — ξυλοφόρος carrying wood masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοφόρου — ξυλοφόρος carrying wood masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοφόρους — ξυλοφόρος carrying wood masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοφόρων — ξυλοφόρος carrying wood masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
ξυλοφορία — ξυλοφορία, ἡ (ΑΜ) [ξυλοφόρος] μεταφορά ξύλων αρχ. προσφορά ξύλων («καὶ κλήρους ἐβάλομεν περὶ κλήρου ξυλοφορίας», ΠΔ) … Dictionary of Greek
ξυλοφορτηγός — ξυλοφορτηγός, ὁ (Α) ξυλοφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + φορτηγός «αυτός που μεταφέρει φορτία»] … Dictionary of Greek
ξυλοφορώ — ξυλοφορῶ, έω (Α) [ξυλοφόρος] 1. (για δούλο ή ημίονο) μεταφέρω ξύλα («ἡμίονον κατέλιπε ξυλοφοροῡντα», Στράβ.) 2. κρατώ ράβδο, όπως οι κυνικοί φιλόσοφοι 3. παράγω ξυλεία … Dictionary of Greek